Σήμερα-27 Φεβρουαρίου-, ημέρα μνήμης του μεγάλου μας ποιητή Κωστή Παλαμά, σκέφτηκα να αναρτήσω σε αυτό το ιστολόγιο κάτι για τον αγαπημένο του γιο Άλκη, που έφυγε από την αγκαλιά του σε ηλικία τεσσάρων ετών και πόνεσε πολύ την ευαίσθητη ψυχή του ποιητή…Ο πόνος του γονιού εκφράστηκε μέσα από το μεγάλο του έργο Τάφος… Δείτε στην συνέχεια μια εξαιρετική ανάρτηση.
Ευχόμαστε ο μικρός Άλκης και ο Κ.Παλαμάς να χαίρονται και να αναπαύονται αιώνια μαζί στην χαρά του Παραδείσου… Αλεξία
Ο θάνατος του Άλκη Παλαμά και ο «Τάφος»
Φωτογραφία του Άλκη Παλαμά, που δημοσιεύτηκε στο Ημερολόγιο Σκόκου για το έτος 1899 |
.
Κωστής Παλαμάς – Ο τάφος Απαγγέλλει ο ίδιος ο ποιητής…
.
Ο τάφος
1.
Ήσυχα και σιγαλά,
διψώντας τα φιλιά μας,
από τ’ άγνωστο γλιστράς
μέσα στην αγκαλιά μας.
.
Ώς κ’ η βαρυχειμωνιά
μ’ αιφνήδια καλοσύνη
κ’ ήσυχη και σιγαλή
σε δέχτηκε κ’ εκείνη.
.
Ήσυχα και σιγαλά
σε χάιδευεν ο αέρας,
της νυχτός ηλιόφεγγο
κι ονείρεμα της μέρας.
.
Ήσυχα και σιγαλά
μας γέμιζες το σπίτι,
γλύκα του κεχριμπαριού
και χάρη του μαγνήτη.
.
Ήσυχα και σιγαλά
ζούσε από σε το σπίτι,
ομορφιά τ’ αυγερινού
και φως τού αποσπερίτη.
.
Ήσυχα και σιγαλά
φεγγάρια, ω στόμα, ω μάτι,
μιαν αυγούλα σβήσατε
στο φονικό κρεββάτι.
.
Ήσυχα και σιγαλά
και μ’ όλα τα φιλιά μας,
γύρισες προς τ’ άγνωστο
μέσ’ απ’ την αγκαλιά μας.
Ήσυχα και σιγαλά,
ω λόγε, ω στίχε, ω ρίμα,
σπείρετε τ’ αμάραντα
στ’ απίστευτο το μνήμα!
.
2.
Στο ταξίδι που σε πάει
ο μαύρος καβαλάρης,
κοίταξε απ’ το χέρι του
τίποτε να μη πάρεις.
.
Κι αν διψάσεις μη το πιεις
απο τον κάτω κόσμο
το νερό της αρνησιάς,
φτωχό κομμένο δυόσμο!
.
Μη το πιεις κι ολότελα
κι αιώνια μας ξεχάσεις,
βάλε τα σημάδια σου
τον δρόμο να μη χάσεις
.
κι όπως είσ’ ανάλαφρο,
μικρό σα χελιδόνι
κι άρματα δε σου βροντάν
παληκαριού στη ζώνη,
.
κοίταξε και γέλασε
της νύχτας το Σουλτάνο,
γλίστρησε σιγά-κρυφά
και πέταξ’ εδώ πάνω
.
και στο σπίτι τ’ άραχνο,
γυρνώντας, ω ακριβέ μας,
γίν’ αεροφύσημα
και γλυκοφίλησε μας!
.
.
Η 24η Φεβρουαρίου 1898 ήταν μια μάλλον συνηθισμένη μέρα για το μικρό ελληνικό κράτος της εποχής, που σίγουρα δεν άλλαξε τις ζωές των κατοίκων του. Οι εφημερίδες ασχολούνταν με την αποτυχημένη απόπειρα κατά του βασιλιά Γεωργίου λίγες μέρες νωρίτερα και με το θάνατο του Ιταλού ποιητή και βουλευτή Καβαλόττη σε μονομαχία. Ωστόσο, η 24η Φεβρουαρίου 1898 ήταν μια σημαδιακή μέρα για έναν από τους σημαντικότερους ποιητές της χώρας, τον Κωστή Παλαμά. Ο θάνατος του γιου του Άλκη, σε ηλικία μόλις 4 ετών, «γέννησε» μια βαθύτατα λυρική συλλογή ποιημάτων, που κατέχουν ξεχωριστή θέση στο σύνολο της εργογραφίας του, τον «Τάφο».
.
Όπως πολύ εύστοχα έχει επισημανθεί, με την εξαιρετική αυτή ποιητική συλλογή ενός πατέρα που πενθούσε για τον – πάντα αδόκητο – χαμό του γιου του, ο μικρός Άλκης, που έφυγε τόσο πρόωρα από την ζωή, κατέκτησε την αθανασία. Αυτό που επιχείρησα να κάνω στο παρόν αφιέρωμα ήταν να συγκεντρώσω ό,τι γράφτηκε για το θάνατο του Άλκη Παλαμά από τις εφημερίδες της εποχής, που μπήκαν στον κόπο να αφιερώσουν λίγες γραμμές για το μικρό αγόρι και τους γονείς του, καθώς και τα σχόλια, τις κριτικές που γράφτηκαν λίγες εβδομάδες αργότερα, όταν τυπώθηκε και κυκλοφόρησε ο «Τάφος», το Μάιο του 1898.
Προβληματίστηκα για το εάν έπρεπε να κρατήσω αυτούσια τα κείμενα των εφημερίδων στην καθαρεύουσα ή αν θα έπρεπε να τα μεταφράσω στη δημοτική. Αν και γενικά η καθαρεύουσα μου «τη σπάει», προτίμησα να κρατήσω την ορθογραφία της εποχής, γιατί θεωρώ ότι η αξία του αφιερώματος είναι αρχειακού χαρακτήρα, μιας και δεν έχει να προσθέσει καινούρια, άγνωστα στοιχεία ούτε για τον Παλαμά ούτε για τον «Τάφο».
.
Η πρώτη εφημερίδα που δημοσίευσε την είδηση ήταν η ΕΣΤΙΑ, που κυκλοφόρησε την ίδια κιόλας μέρα, το απόγευμα της 24.02.1898. Στη δεύτερη σελίδα διαβάζουμε::
.
Αλλά και η ΕΣΠΕΡΙΝΗ ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ δημοσίευσε το ίδιο βράδυ ένα εκτενές κείμενο, που δεν περιοριζόταν απλά ν’ αναγγείλει την είδηση:
«Δεν το γλύτωσε το αγγελόμορφο παιδί των ούτε του πατέρα του ο πόνος, ούτε της μητέρας του η αγωνιώδης προσπάθεια. Και το παιδί αυτό, ο Άλκις των, το πλασμένο από όλα τα ποιητικά όνειρα του πατρός του και από όλους τους τρυφερούς πόθους πλαστικής ψυχής όπως η ψυχή της ωραίας μητρός του σήμερα το πρωί ξεψύχησε.
Το σπήτι του Παλαμά, του ποιητού μας, το οποίον τον είχε χάρμα του και ευτυχίαν του και ζωήν του και δύναμιν μέσα εις μίαν νύκτα λαιλαπώδη, αγρίαν, φρικτήν, που επαράδερνε εις το μικρό του κρεββάτι ο Άλκις των και παρεστέκοντο εις το προσκέφαλόν του, να τον βοηθήσουν με την δικήν των ζωήν οι γονείς του διά να παλαίση κατά του Χάρου, τον έχασε. Ο Άλκις έσβυσε , τα μάτια του, εκείνα τα γλυκύτατα του παιδιού των εβασίλεψαν, η φωνή του, εκείνη ημελίρρυτος φωνή του τέκνου των εσβέσθη.
Αλλά χάνεται ο Άλκις του Παλαμά;
Το φως εκείνων των λάλων οφθαλμών του, τι να έγεινε; Η δε ψυχή του πού να πήγε;
Βεβαίως θα το απερρόφησαν τα μάτια του πατρός του, όταν παρεστέκετο εις το μικρό του κρεββάτι συντροφεύων την αγωνίαν του με την δικήν του αγωνίαν. Η δε ζωή του με κανένα διάπυρον, με κανένα φλογερόν της μητρός του φίλημα θα απεσπάσθη από τα χείλη του παιδιού των διά να ζήση αιωνίως μέσα εις τα σπλάγχνα της άτυχης μάννας του. Γι’ αυτό και τα δακρυσμένα του πατέρα του μάτια και τα παραπονούμενα της μάννας διά τον Άλκιν των χείλη αιώνια θα ζωγραφίζουν το φως των σβεσθέντων οφθαλμών και την πτερυγίσασαν ψυχήν του αληθινού αγγέλου των«.
.
.
ΣΚΡΙΠ, 25.02.1898 (σελ.3):
.
.
ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, 26.02.1898 (σελ.3):
«Ο φίλος ποιητής κ. Κωστής Παλαμάς έσχε την ατυχίαν ν’ απωλέση το τετραετές τέκνον του Άλκιν, το οποίον μετά τόσης στοργής περιέβαλλεν η ποιητική του καρδία. Συλλυπούμεθα από καρδίας τω κυρίω και κυρία Παλαμά, ευχόμενοι την εξ ύψους παρηγορίαν«.
.
Ο Παλαμάς ξεκίνησε να γράφει το ίδιο κιόλας βράδυ του θανάτου και της κηδείας του γιου του, Άλκη. Η ολοκληρωμένη ποιητική συλλογή εκδόθηκε στις 9 Μαΐου (έναντι 2 δραχμών), όπως μας πληροφορεί το σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας ΕΣΤΙΑ μια μέρα αργότερα:
«Εξεδόθη χτες καλλιτεχνικώτατα τυπωθέν εν τω τυπογραφείω της «Εστίας» το νέον βιβλίον του κ. Παλαμά, το οποίον προ εικοσαημέρου ανηγγείλαμεν.
Το βιβλίον φέρει τον τίτλον «Τάφος», αποτελείται εξ οκτακοσίων περίπου στίχων, και είνε αφιερωμένον ολόκληρον εις τον Άλκην του ποιητού.
Αντί πάσης άλλης κρίσεως παραθέτομεν δύο εκ των ποιημάτων δυνάμενα να δώσωσιν ακριβή ιδέαν του θαυμασίου, του απείρως τραγικού όλου«.
Το ίδιο κιόλας βράδυ, η ΕΣΠΕΡΙΝΗ ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ έγραψε την πρώτη φιλολογική κριτική, έναν ύμνο στον οίστρο του ποιητή πατέρα.
ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΠΑΤΕΡΑΣ
Πόσον γλυκά συνεδύασε και τας δύο αυτάς ιδιότητας μία εκ των κορυφών της συγχρόνου Ελλην. ποιήσεως ο κ. Κωστής Παλαμάς φαίνεται εις τον «Τάφον», τα νέα του τραγούδια, όπου ποιητής μαζύ και πατέρας κλαίουν τον θάνατο του Άλκη των.
Ο τάφος ευρήκε στα τραγούδια αυτά τον καλλίτερο τραγουδιστή του.
Ο πατέρας κλαίγει και τα δάκρυά του μια Μάγισσα, η Ποίησις τα μεταβάλλει εις διαμάντια. Τραγουδεί ο πατέρας τον θάνατο του παιδιού, τραγουδεί τον πόνο της καρδιάς του, τραγουδεί τα κάλλη του αγοριού του.Τι ωραίο το μοιρολόγι του, πόσο βαθύς ο πόνος του, πόσο μεγάλη η καρδιά του.
Έπειτα ο ποιητής παρακάτω προχωρεί εις θαυμάσια μοιρολόγια και προχωρεί με όλην την δύναμιν που του δίδει ο βαθύς πόνος. Προχωρεί και χύνει απαλά το μοιρολόγι του.
Κλαίγουν οι γωνιές, κλαίγουν και μεσ’ τα μεσάνυχτα γροικώντας η μητέρα το βουητό που χύνεται από πέρα κι αυτή:
Τις επόμενες ημέρες όλες σχεδόν οι εφημερίδες – ακόμη και ο σατιρικός «Ρωμηός» του Γεωργίου Σουρή – αφιέρωσαν λίγες γραμμές σχολιάζοντας την ποιητική συλλογή.
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου σχολίαζε στο πρωτοσέλιδο του ΣΚΡΙΠ (11.05.1898):
«Όταν απέθανε ο Άλκης του Κωστή Παλαμά – χάρις και ωμμορφιά που δεν θα την λησμονήσουν ποτέ όσοι εδέχθησαν το αγγελικόν της φωτοβόλημα – δεν είδον τον σπαραχθέντα ποιητήν να χύνη τα δάκρυα που θα έχυνεν άλλος πατέρας. Ακουμβημένος σε μια γωνιά του ερημωθέντος σπιτιού, μόνος με την έκφρασιν του υψηλού φιλοσοφικού άλγους εις το θλιμμένον πρόσωπον, ήνοιγγεν αιθερίους συγκοινωνίας με τον φυγόντα άγγελον, ανύψωνεν ένα μαυσωλείον, έπλαττε σιγά σιγά ένα σταλακτίτην με τα δάκρυα της ψυχής τα κρυφοσταλάζοντα μέσα του. Μετ’ ολίγας ημέρας ήτο έτοιμον το βιβλίον των θρήνων.
Η φιλοσοφία της λύπης εκράτησε τα δάκρυα διά να τα χύση εις λάμποντας στίχους και ρυθμούς. Ραγδαίως εχύθη ο πόνος από τα στήθη του ποιητού. Ραγδαίως αι μελωδίαι και οι ρυθμοί συνηντήθηκαν μέσα του, εζυμώθησαν, εχύθησαν εις το φως. Εν μιά στιγμή ο ποιητής ήρπασεν όλην την φεύγουσαν ωμμορφιάν του παιδιού, την απήχησιν των κελαϊδημάτων του, τας πλανωμένας ακτίνας των σβυσθέντων ματιών του, όλα τα συντρίμματα του μαγικού κόσμου που κατέστρεψεν ο θάνατος, και τα εκράτησε και ανέστησε το είδωλον του ολοζώντανον μέσα εις την σιγηλήν ερημίαν του απορφανισθέντος σπητιού. Ο ποιητής εφύσησεν εις το αλησμόνητον παιδί του την νέαν ζωήν. Και το βιβλίον εκείνο είνε διά τον απελθόντα άγγελον ζωή, την οποίαν πολύ ολίγα πλάσματα καθώς αυτό, θα έχουν πέραν από τον «αγκρέμιστον τοίχον» του τάφου. Ο κόσμος κλαίει μαζύ με τους κλαίοντας ποιητάς και το πλάσμα εκείνο θα το θρηνήσουν τώρα μαζύ με τον πατέρα του άνθρωποι που δεν το εγνώρισαν ποτέ. Άυλον και μέγα υψώθη το μαυσωλείον του….
Και αρχίζει κατόπιν τους θρήνους του ο ποιητής. Σιγαλόφωνοι λυγμοί βαρβίτου χύνονται από τας σελίδας όλας του βιβλίου.
Άλλοτε με Ολυμπίαν αρχαιοπρέπειαν και άλλοτε με την κραυγήν που έρχεται ευθύτατα από την αιματωμένην καρδίαν, και άλλοτε με την βαθύτητα του ρεμβασμού, και άλλοτε με την ψυχράν γαλήνην του φιλοσόφου τρέχει από σελίδος εις σελίδα το τραγούδι του πόνου….
Αλλ’ αφού όλη η ψυχή του πατρός και του ποιητού εξαντλείται εις τους μεγάλους θρήνους, αφού με τα δάκρυα ανεγείρεται ήδη επάνω εις τον μικρόν τάφον ο φαεινός σταλακτίτης, ο ποιητής καταλήγει εις το τέλος με μίαν κραυγήν απελπισίας ως να λέγη ότι όλα αυτά που έγραψεν είνε ευκολόσβυστα καθώς το δάκρυ και ο στεναγμός, ανίσχυρα να διαρρήξουν την ανυπαρξίαν εις την οποίαν εβυθίσθη η ποθητή ύπαρξις.
Και όμως τέτοιος Λόγος και Ρυθμός και Στίχος και Ρίμα είνε από τας δυνάμεις του πνεύμα που ανοίγουν τα μνήματα και ξεσχίζουν τα σάβανα της Λήθης και αφίνουν να χυθή πάλιν εις τον κόσμον όλη η λάμψις ενός νεκρού, ωσάν εκείνον που έκλαυσεν ο ποιητής. Ο Παλαμάς του οποίου η ευλογημένη οικογενειακή γαλήνη διεκυμάνθη τόσον τραγικώς από την συμφοράν, έκλαυσεν υπερόχως.
Πολλοί, οι οποίοι δεν θέλουν είτε δεν μπορούν να έχουν την απωτάτην αντίληψιν της ιδικής του ποιήσεως, τον ήθελαν να είνε τραγουδιστής.
Ενθυμούνται τα πρώτα του ποιητικά έργα, απηχήσεις τρυφεράς ποιητικής καρδίας, τα οποία καίτοι εν μέσω απλάστου φιλολογικής ατμοσφαίρας γεννηθέντα, έχουν κάτι τι υπέρτερον του μελωδικού τραγουδιού. Και ιδού ότι μία συμφορά έκαμε πάλιν τον ποιητήν να ομιλήση απ’ ευθείας με την καρδίαν. Ο «Τάφος» είνε μοιρολόγι, μεγαλοπρεπέστερον του οποίου δεν έχει να επιδείξη η νεοελληνική ποίησις. Και το μοιρολόγι αυτό δεν συνοδεύει μόνον την ταξειδεύουσαν εις τον αιθέρα λευκήν ψυχήν του τέκνου του, αλλ’ είνε το μοιρολόγι όλων των πεθαμένων συντρόφων του, όλης της μαγικής ηλικίας, η οποία σκορπίζει ολίγα μειδιάματα εις την γην και εξαφανίζεται, όλων των απαλών πλασμάτων, τα οποία κατά τον θρηνούντα ποιητήν:
Εκτενέστατη ήταν η κριτική του λογοτέχνη και δημοσιογράφου Πολύβιου Δημητρακόπουλου, που φιλοξενήθηκε στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας ΚΑΙΡΟΙ στις 12.05. Ο Δημητρακόπουλος ξεκίνησε κάνοντας μια γενική αναφορά στο μέχρι τότε ποιητικό έργο του Κωστή Παλαμά και τις διχόνοιες που προκαλούσε στους λογοτεχνικούς κύκλους το «δυσνόητο» έργο του, για να πλέξει το εγκώμιο του με αφορμή τον «Τάφο» καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «χρειάστηκε να επέλθει ο θάνατος του γιου για να κερδίσει ο πατέρας την αθανασία»:
«Μετά την ανάγνωσιν των στίχων τούτων, ρίγος μυστικόν, ρίγος εξ εκείνων τα οποία αισθάνεται ουχί πολύ συνήθως ο άνθρωπος εκπεμπόμενον από τα βάθη αγνώστου εν αυτώ κόσμου, ησθάνθην καθ’ όλον μου το σώμα διήκον.
Ορίζων άγνωστος απεκαλύπτετο προ των ομμάτων της ψυχής μου, εντός του οποίου είδον παλαίοντα και συγκροτούντα μάχην γιγάντιον το σκότος μετά του φωτός, και την ζωήν του πνεύματος μετά του θανάτου της σαρκός.
Υπό τον ορίζοντα εκείνον μυστήριον μέγα και πρωτοφανές ετελείτο.
Το πνεύμα ανεζωογόνει την καταστρεφομένην ύλην και εκ του μικρού σκώληκος της γης, του τόσον προώρως νεκρωθέντος, ανέκυπτε γιγάντιος χρυσαλίς, χρυσοπτέρυξ, υψηπετής.
Ηδύνατο τις δίχως συνειδότος τύχιν να μακαρίση και αυτόν τον θάνατον, ότι δι’ αυτού κατωρθώθη να εκκολαφθή εν αριστούργημα του πνεύματος, εγκυμονούμενον και αναμενόμενον επί τοσαύτα έτη!…
Ότε συνέπιπτε να λάβω εις χείρας μου ποιητικήν συλλογήν του κυρίου Κωστή Παλαμά – και δεν συνέπιπτε σπανίως – και να περιπλανήσω το βλέμμα μου εις τας σελίδας και εις τους στίχους αυτής, ησθανόμην παράδοξον και ανεξήγητον βάρος, καταπιέζον την ψυχήν και το πνεύμα μου.
Προσεπάθουν ν’ αποσείσω την επιρροήν εκείνην απ’ εμού, και δεν ηδυνάμην. Μία έλξις ακαταμάχητος παρέσυρε το βλέμμα μου από της πρώτης μέχρι της τελευταίας σελίδος, έλξις η οποία ούτε πλήξεως εστερείτο, αλλ’ ούτε και ποιάς τινός ηδονής.
Ησθανόμην ότι ο αγών εκείνος, ον κατέβαλε το πνεύμα μου διά να κατανοήση τον ποιητήν, απετέλει ταυτοχρόνως και ηδονήν διά την ψυχήν μου, ηδονήν η οποία με εγοήτευε και με εμέθυε!
Παράδοξον ψυχολογικόν φαινόμενον το οποίον και σήμερον έτι, ότε ευρέθην αίφνης προ εκπλήξεως φωτεινής, δυναμένης πολλά να εξηγήση παραμένει ανεξήγητον δι’ εμέ.
Είνε γνωσταί αι συζητήσεις, αίτινες εγένοντο επί εκάστου ποιήματος και επί εκάστου στίχου του Παλαμά.
Πολλοί τον εθαύμαζον, πλειότεροι τον απεκήρυττον.
Αλλά τόσον και οι θαυμάζοντες, όσον και οι αποκηρύσσοντες αυτόν, ανεγνώριζον την αξίαν του, οι μεν διά της θέσεως, οι δε διά της άρσεως.
Η διαμάχη αύτη των αντιφρονούντων ήτο εκ των σπανίων διότι και τα δύο στρατόπεδια είχον παραδόξως δίκαιον.
Οι θαυμασταί κατεννόουν και την αξίαν και το βάθος των ποιημάτων εκείνων. Τινές μάλιστα εξ αυτών δεν κατενόουν τίποτε, εφαίνοντο δε κατανοούντες προς επίδειξιν αντιλήψεως και πνεύματος.
Εκ δεν των αποκηρυσσόντων τον ποιητήν, οι μεν ήσαν της γνώμης ότι η λυρική ποίησις πρέπει να προσπίπτει αμέσως εις την αντίληψιν της καρδίας, οι δε ωμολόγουν ειλικρινώς, ότι δεν τον εννοούσιν. Ήσαν οι μάλλον στενοκέφαλοι.
Τα δύο ταύτα φιλολογικά, ως ειπείν, κόμματα, συνεκρότουν μάχας ομηρικάς περί εκάστην ποιητικήν του Παλαμά συλλογήν, η δε δάφνη της νίκης εις ουδέν τούτων απενέμετο, έμενε δε πάντοτε εις τον ποιητήν!
Διά να ομιλήσωμεν ειλικρινώς, εκ των συγχρόνων λυρικών ποιητών ο μόνος περιέχων εν εαυτώ τον ευρύτερον και μάλλον αναμφισβήτητον ποιητικόν ορίζοντα, είνε ο Παλαμάς. Τον διέβλεπες προφανέστατον μόλις έρριπτες το βλέμμα εις οιονδήποτε στίχον του, αλλ’ εν αυτώ εσελάγιζεν αστήρ λάμψεως παραδόξου. Ηδύνατο τις να είπη ότι ο ευρύς εκείνος ορίζων ή εστερείτο ατμοσφαίρας και διαθλάσεως φωτός ή ενείχε τόσω πυκνήν τοιαύτην και ομιχλώδη, ώστε αι ακτίνες δεν ηδύναντο να διαπεράσωσιν αυτήν και να διαφωτίσωσι τον στίχον του.
Εγώ τουλάχιστον ούτως αντελήφθην τον ποιητήν μέχρι της χθες.
Από τον στίχον του ούτε η έμπνευσις έλιπεν, ούτε η καλλονή, ούτε η αρμονία.
Έλειπε το άπλετον φως το επαναπαύον το βλέμμα, και επεκράτει εν αυτώ σκιόφως, το οποίον προσέδιδε μεν εις τούτον μυστήριον, αλλά μυστήριον σκοτεινόν πολυσχειδές και δυσεξερεύνητον.
Και ηδύνατο ούτω εκ των ποιημάτων του Παλαμά ν’ αντλήσης ηδονήν μυστηριώδη αναλόγως του περιβάλλοντός σε κόσμου. Διά να τον εννοήσης δηλαδή και να τον αισθανθής τελείως έπρεπε να ευρίσκεσαι μόνος και κεκλεισμένος εις πύργον έρημον εν ώρα χειμώνος, ακούων συνοδευομένην την νανουριστικήν της ρίμας σου αρμονίαν από τον θόρυβον βορρά παγερού, λυσσώντος κατά των παραθύρων σου, υπό τον ήχον κλάδων συντριβομένων και χαλάζης αναπηδώσης και κυλιομένης επί της στέγης!…
Χθες όμως ευρέθην αίφνης προ εκπληκτικής μεταμορφώσεως.
Ο μυστηριώδης ποιητής, ο περιβεβλημένος τέως τον σκοτεινόν μανδύαν του μυστηρίου, παρουσιάσθη προ των εκπλήκτων ομμάτων μου περιβεβλημένος φως ως ιμάτιον, κεκοσμημένον ήδη ουχί από μαργαρίτας θαμβούς και στερουμένους αμέσου διαθλαστικότητος, αλλ’ από θαλερά και διαυγή ως αδάμαντες δάκρυα πατρός, θρηνούντος την απώλειαν τέκνου προσφιλούς.
Ο θάνατος, θαυματουργός πάντοτε, έκαμε και ήδη το θαύμα του!
Εις τον ποιητικόν ορίζοντα εκείνον, τον πλέοντα εις τόσω μυστηριώδες λυκόφως, προέκυψεν ήδη αστήρ φωτοβόλος, καταυγάσας και την ελαχίστην γωνίαν. Το πατρικόν άλγος εξεχύθη εις αρμονίαν σαφή, εις ιδέαν φαεινήν, και ο πατρικός στεναγμός ανερχόμενος, παρασύρει μεθ’ εαυτού εις δυσθεώρητον ύψος έκαστον στίχον και εκάστην στροφήν!
Το σπέρμα εκείνο το γνήσιον και ποιητικόν, το εγκυμονούμενον επί τοσούτον χρόνον εν τη ψυχή του ποοιητού, εξερράγη ήδη και παρέδωκε καρπόν και άνθη εις τον νεοελληνικόν Παρνασσόν άξια θαυμασμού και πλήρη μελαγχολικής μαγείας και αρώματος μεθυστικού.
Δεν είνε ανάγκη πλέον να είνε τις πατήρ διά να κατανοήση το άλγος της πατρικής καρδίας επί τη απωλεία του τέκνου του.
Αναγνώσατε τον «Τάφον» του Παλαμά και θα εισέλθετε ακαριαίως εις ολόκληρον τον κόσμον εκείνον της μελαγχολίας και της θλίψεως, αλλά με τρόπον καθηδύνοντα την ψυχήν αντί να εκτραχύνη αυτήν….
Δεν τολμώ να εισέλθω εις κρίσιν λεπτομερή του τελευταίου ποιήματος του δαφνοστεφούς ποιητού του «Ύμνου της Αθηνάς» διότι πάσα κρίσις περί της ποιήσεως του «Τάφου» πρέπει να είνε νέα ποίησις εφάμιλλος αυτής.
Τι ψάλλει ο ποιητής προς τον Άλκιν του μόνον εις τας σελίδας του κομψού βιβλίου του θα δυνηθήτε να το αισθανθήτε.
– Λέγει:
Λυπηρόν είνε, ότι ο στενός της στήλης ταύτης χώρος δεν μου επιτρέπει να πανηγυρίσω διά μακροτέρων περικοπών το μάγον φως, με το οποίον περιεβλήθη σήμερον ο ποιητής.
Η συμφορά υπήρξε πολλάκις θαυματουργός διά τους έχοντας αξίαν. Αντί να μαράνη, αντί να εμπνεύση απογοήτευσιν και διασπείρη την αποσύνθεσιν, συνέσχεν εξ εναντίας και συνεκράτησε και εξήρε το πνεύμα.
Η Στάελ λέγει, ότι «ότε ο Δομενίκος κατεκλείσθη εντός της μονής, επί των τοίχων της ειρκτής του ρζωγράφισεν εικόνας εξαισίας και ως ίχνη της εν αυτή διαμονής του αφήκεν αριστουργήματα».
Αναγνώσατε και τον «Τάφον» του κ. Παλαμά, και θα εννοήσητε μετά θλίψεως αφ’ ενός και χαράς αφ’ ετέρου, ότι μοιραίον ήτον να επέλθη ο θάνατος του υιού διά να καταστήση μετ’ ολίγον τον πατέρα αθάνατον!»
Ακόμη μία διθυραμβική, αλλά και εξαιρετικά εύστοχη στα σχόλιά της κριτική δημοσιεύτηκε την ίδια μέρα (12.05) στο πρωτοσέλιδο του ΝΕΟΛΟΓΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – εφημερίδα του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, που είχε μεταφέρει την έδρα της στην Αθήνα μετά τον πόλεμο του 1897 και τις διώξεις του ελληνικού στοιχείου.
«Ουδέποτε άλλοτε η ισπανική παροιμία: qui chante sex maux, enchante (σ.σ. το σωστό είναι «Qui chante son mal l’enchante» και σημαίνει «»), ηλήθευσε τόσον όσον εις τα τελευταία αυτά ποίηματα του κ. Κωστή Παλαμά, τα συλλεγέντα εις ένα τόμον υπό τον τίτλον «Τάφος». Είνε γραμμένα επί τω θανάτω του προσφιλούς του τέκνου, και ο ποιητής ψάλλει την θλίψιν του και μαγεύει.
Και μαγεύει αληθινά. Αν πάντες – και δεν είνε ολίγοι αυτοί – οι αποδίδοντες δικαίαν εκτίμησιν εις την ποίησιν του Παλαμά, δύνανται να εύρωσι τινα εν αυτή τα ασύλληπτα ή, αν θέλετε, πολλάς τας παραδοξότητας, ουδείς θα ευρεθή – όσον κακώς και αν είνε προδιατεθειμένος εναντίον των περί τέχνης ιδεών του – όστις να μη αισθανθή εις τα μυχιαίτατα βάθη της ψυχής του την φλογεράν εκείνην ποιητικήν πνοήν, υφ’ ης διαπνέεται απ’ αρχής μέχρι τέλους η υπό τον τίτλον Τάφος τελευταία του αύτη ποιητική συλλογή. Θ’ αδικήση την τέχνην αν δεν το ομολογήση.
Χωρίς ν’ αναφέρωμεν ότι ο ΤΑΦΟΣ πληροί όλους τους όρους ους απαιτεί το καλόν εν τη τέχνη, τουθ’ όπερ, φυσικώ τω λογω, δεν είναι δυνατόν να προσπέση εις την αντίληψιν πάντων, απλώς παρατηρούμεν ότι ο τρίτος των όρων εκείνων, όστις, εν τη λυρική ιδία ποιήσει, κατέχει την πρώτην θέσιν, πληρούται εις ύψιστον σημείον εν τοις τελευταίοις αυτοίς ποιήμασι του κ. Παλαμά, έχουσι δηλαδή την δύναμιν της μεταδόσεως (la puissance de contagion) όση σπανίως απαντά εις τους ποιητάς τους καλλιεργούντας την ποίησιν ως καθαρώς τέχνην. Ο αναγνώστης, ο διεξελθών τας 77 σελίδας του τομιδίου – και τας διεξέρχονται απνευστί όλοι όσοι διεξέλθουν την πρώτην – είναι αδύνατον ν’ αφήση των χειρών του το τομίδιον χωρίς να αισθάνεται την καρδίαν του ποιητού εν τη ιδική του καρδία, χωρίς να νομίζη ότι πονεί τον ίδιον πόνον του ποιητού, ότι έχει την ιδίαν θλίψιν, την αθάνατον εκείνην θλίψιν, την οποίαν η αληθής τέχνη εξυψώνει εις άρρητον ηδονήν.
Υπό τεχνικήν έποψιν…. ο Τάφος πολλά τα καινά παρουσιάζει ουδέν όμως το κενόν. Και εις τα ποιήματα αυτά ο Παλαμάς μεταχειρίζεται τον ρυθμόν, όστις άλλοτε είχε γεννήσει συζητήσεις μεταξύ των στιχουργούντων, την διαδοχήν δηλαδή του αναπαιστικού και ιαμβικού μέτρου, ήτις, εις ασυνείθιστα ώτα, φαίνεται, αν ουχί άμουσος, τουλάχιστον δυσάρμοστος. Τα ασυνείθιστα όμως αυτά ώτα, με ολίγην καλήν θέλησιν, ταχέως εννοούν την αρμονίαν την εκ της συζεύξεως εκείνης απορρέουσαν, χωρίς τουναντίον να αισθάνωνται και τον εκ της μονοτόνου προσωδίας προερχόμενον κόρον.
Αυτή είνε η ιδέα του κ. Παλαμά και, χωρίς να εξετάσω αν η σύζευξις αύτη των δύο μέτρων είνε το ιδεώδες της στιχουργικής αρμονίας, ομολογώ, ότι όλοι οι εκθέτοντες εμμέτρως τα αισθήματα ή τας ιδέας των από πολλού ησθάνθησαν την ανάγκην μεταρρυθμίσεως της εν χρήσει προσωδίας, ην μάτην δι’ υπερβολικών και πολλάκις ατέχνων συνιζήσεων ζητούσι να ποικίλλωσι. Τας συνιζήσεις μεταχειρίζεται και ο Παλαμάς και είνε εξ εκείνων οίτινες δικαίως θεωρούσιν αυτάς αναποφεύκτους εις ένα τέλειον στίχον.
Ως προς το ζήτημα της γλώσσης ο κ. Παλαμάς έχει ευρυτάτας ιδέας. Επιζητεί την κυριολεξίαν, αδιάφορον αν αύτη εύρηται εν τη καθαρευούση ή εν τη ωμιλημένη ή εν τω καθαρώς δημώδει ιδιώματι. Αρκεί ότι αποδίδει, όσον θέλει αυτός, την σκέψιν του. Η ατομική μου – απολύτως ατομική μου – πεποίθησις είνε ότι ούτως οφείλει να γράφη πας ποιητής της εποχής ταύτης της ζυμώσεως της γλώσσης, έχων ως ιδεώδες του, ότι η ελληνική γλώσσα είνε μία, ότι καθ’ όλας τας περιόδους της παρουσιάζει θέλγητρα ιδιαίτερα, ων πάντων πρέπει ο ποιητής να επωφελήται.
Όσον δ’ αφορά τους γλωσσικούς κανόνας, ο αληθής ποιητής, ως είναι ο κ. Παλαμάς, δικαιούται να κάμνη ενίοτε χρήσιν του δικαιώματος της ποιητικής αδείας. Εκείνο μόνον, όπερ θα ετόλμων να παρατηρήσω εις τον κ. Παλαμάν είναι ότι – ενίοτε – μεταχείριζεται λέξεις, δεν λέγω ακαταλήπτους, αλλ’ αγνώστους εις τους πολλούς των Ελλήνων.
Και τα είκοσι εξ ποιήματα της συλλογής είναι αληθώς εμπνευσμένα, τελείως συντεθειμένα και έχουσιν έκαστον ιδίαν χάριν και ίδιον θέλγητρον. Εδώ μία εικών ποιητικού τάφου, εκτισμένου με τα δάκρυα και με το αίμα του ποιητού, εκεί εις εμμουσότατος στεναγμός πατρικής στοργής, παρέκει εις περιπαθέστατος ύμνος εις τα χεράκια του νεκρού τέκνου:
Εις μίαν άλλην σελίδα σκέψεις φιλοσοφικαί, αποκυήματα ανθρωπίνου πόνου, και τύψεις συνειδήσεως εξόχως ποιητικαί:
Λυπούμαι ότι δεν μοι επιτρέπει ο χώρος να εκθέσω ενταύθα όλας τας εντυπώσεις ας μοι ενεποίησεν η ανάγνωσις της τελευταίας αυτής ποιητικής συλλογής του Παλαμά. Λυπούμαι δε ακόμη περισσότερον ότι δεν δύναμαι να παραθέσω ενταύθα και τα είκοσι εξ ποιήματα του ΤΑΦΟΥ. Θα ήτο τούτο ο μόνος αρμόζων εις την συλλογήν έπαινος….
Αποτεινόμενος τώρα εις τους αναγνώστας μου, τοις υπενθυμίζω, ότι προκειμένου περί ποιητών οίος ο κ. Παλαμάς, δεν πρέπει ν’ αρκούνται εις την ανάγνωσιν κρίσεων ή επικρίσεων ή αποσπασμάτων, αλλά ν’ αγοράζωσι τα έργα των και να τα μελετώσι διά να αισθανθώσι και αυτοί την εθνικήν υπερηφάνειαν, ην αισθάνονται οι λαοί των πεπολιτισμένων εθνών υποστηρίζοντες και εκτιμώντες και θαυμάζοντες τους καλούς ποιητές των. Διότι σήμερον η Ελλάς, παρ’ όλην την άρνησιν των απαισιοδόξων, έχει να επιδείξη ποιητάς τοιούτους«.
Ο συντάκτης Ν. Επ. της εφημερίδας ΤΟ ΑΣΤΥ (12.05.1898) επιχείρησε μια γενικότερη κριτική του μέχρι τότε έργου του Παλαμά με αφορμή την κυκλοφορία του «Τάφου», για τον οποίο δεν είχε σχηματίσει ιδιαίτερα θετική εντύπωση, εκτιμώντας – παραδόξως – ότι οι ποιητές… δεν πρέπει να γράφουν, όταν βρίσκονται σε συναισθηματική έξαρση! Πρόκειται για την πιο άδικη κριτική που γράφτηκε για τον ποιητή και δεν είναι ίσως τυχαίο ότι – σε αντίθεση με τις υπόλοιπες κριτικές – η συγκεκριμένη δημοσιεύθηκε στην τελευταία σελίδα της εφημερίδας
«Η τελευταία μικρά συλλογή του κ. Παλαμά, «Τάφος», δίδει μίαν ωραίαν ευκαιρίαν διά να είπη κανείς ολίγα τινά γενικώτερα περί του έργου του ποιητού της. Τα ολίγα ποιήματα, τα οποία αποτελούσι το τελευταίον τούτο τομίδιον του κ. Παλαμά είνε απλώς αι εκχύσεις του πόνου ενός πατρός, ολίγα ποιήματα γραμμένα εις διαλείμματα δακρύων εν μέσω δωματίου κλεισμένου από το φως μεταξύ ολοκλήρου οικογενείας εις στιγμάς εμπνεύσεως, όταν εις τον καλλιτέχνην όλα τα οξέα αισθήματα, αισθήματα χαράς και λύπης, αισθήματα αγάπης ή θανάτου, θέλουν να εξέλθουν και ν’ ανακουφίσουν μετασχηματιζόμενα εις στίχους και εκρέοντα εις στροφάς.
Και όπως συμβαίνει πάντοτε εις τας τοιαύτας περιστάσεις τα ποιήματα αυτά, τα γραμμένα ταχέως και εσπευσμένως ως εις πυρετόν, είνε άνισα, είνε ατελή και ανομοιόμορφα, με στροφάς ωραίας και με στροφάς υπολειπόμενας, απιστεύτως ζωντανά και απιστεύτως ειλικρινή και απιστεύτως σπαίροντα, χωρίς όμως την μεγάλην σφραγίδα της ωραιότητος, την οποίαν δίδει η ηρεμία, την οποίαν χαρίζει η δημιουργία, η αληθής και η φυσική.
Γραμμένα όλα υπό την έμπνευσιν των δημοτικών τραγουδιών και με κάποιαν υπερβολικήν ακόμη μίμησιν των δημοτικών τραγουδιών, εις την οποίαν υπόκειται τελευταίως ο ποιητής, αποτελούν κάτι τι χωριστόν και μίαν νέαν εξέλιξιν της maniere του κ. Παλαμά και θα εδυσκολεύετο κανείς να εύρη πολλήν συγγένειαν μεταξύ αυτών και των «Ματιών της Ψυχής μου» ή των «Τραγουδιών της Πατρίδος μου…«.
Ακολουθούσε μια μακροσκελέστατη ανάλυση παλαιότερων ποιητικών συλλογών του Κωστή Παλαμά με έντονα επικριτική διάθεση, ενώ το άρθρο κατέληγε με την εξής παρατήρηση: «Ο κ. Παλαμάς εις εμέ, ο οποίος τον ανέγνωσα με πάθος, κάμνει ολίγον την εντύπωσιν θύματος και αι πτέρυγές του μοι δίδουν πολλάκις την αίσθησιν θραμμένων πτερύγων και μοι φαίνεται κάπως ως μη εκπληρών πλήρη τον προορισμόν του και μη έχων την δύναμιν να τον εκπληρώση και μου συσφίγγει ενίοτε την καρδίαν, όπως ο Albatre του ωραίου ποιήματος του Βωδελαίρ, ο συνταρασσόμενος και πληγώνων τα πτερά και την υπερηφάνειάν του εις την ξένην φυλακήν των ιστών και των ξύλων«.
«Πονούν αι μούσαι, όταν άσπλαγχνα ο θάνατος θερίζη τα δροσερά λουλούδια, τα οποία με τα κάλλη και τα αρώματά των εστόλιζαν και αρωμάτιζαν την γην. Πονούν αι μούσαι όταν μέσα από τους κήπους των εκλεκτών των στεγνώνη το καλλίτερον ρυάκι της ζωής και μαραίνεται ο δροσερώτερος βλαστός και σιωπά από την πρασινοστολισμένην φωλέαν η φωνή του γλυκυτέρου αηδονιού της.
Και όταν η μούσα πονή, πέρνει από την γην την δροσερότητα και τα κάλλη του αποκομμένου άνθους και από την μακρεινήν πηγήν του σιγήσαντος ρυακίου το γλυκύ και παραπονετικόν μουρμούρισμα του νερού και από την ερημωθείσαν φωλεάν τον αντίλαλον του σιωπήσαντος νεοσσού και από την φύσιν όλην την ακτινοβολίαν του καλού και του ωραίου και με αυτά όλα, χωνευμένα εις το αρμονικόν χωνευτήριον της τέχνης, ζωγραφίζει η μούσα την λύπην της και ψάλλει με παράπονον το μυρολόγι της. Και αντιλαλεί ο θρήνος της τον πόνον των θνητών, όπου έπλεξαν την φωλεάν και όπου εθέρμαιναν ως χθες εις την αγκάλην των το μικρόν, το καλλυκέλαδον πουλάκι.
Με αυτό της μούσης του το πανεύμορφον μυρολόγι έπλασε τον Τάφον του παιδιού του ο ποιητής κ. Κωστής Παλαμάς. Και δεν είναι τάφος μόνον, είναι αληθινόν μαυσωλείον, με αρχιτεκτονική και θεμέλια Τέχνης, από εκείνα τα οποία όσον παρέρχεται ο χρόνος, τόσον αναδεικνύονται στερεώτερα και ωραιότερα, και τόσον και τον θάνατον αυτόν, τον οποίον περικλείουν εις τους κόλπους των, αναδεικνύουν αθάνατον. Και τον εστόλισε τον τάφον τούτον με δάκρυα αποκρυσταλωθέντα εις πολυέδρους αδάμαντας, τόσον εύμορφα ειξεύρει να κλαίη η μούσα του ποιητού και τόσην αθανασίαν να περικλείουν και αυτά τα δάκρυά της. Και εσκάλισεν επάνω εις τον αδαμάντινον αυτόν επιτάφιον εις ανάγλυφα τεχνικά όλα τα κάλλη και όλην την αγάπην και όλην την ποίησιν, την οποίαν ενέκλειεν η τρυφερά ηλικία και η αθωότης και η ευμορφιά του Άλκη του και όλον τον πόνον και την ερήμωσιν, ην αισθάνεται η πατρική ψυχή του. Και έτσι στολισμένον παραδίδει σήμερον ο ποιητής εις την αιωνιότητα το αθάνατον τάφον του παιδιού του, το οποίον όμως ως θνητός πατήρ δεν ηδυνήθη να διεκδικήση προς τον θάνατον.
Από τα καλλιτεχνικά αυτά στολίσματα του Τάφου του Άλκη Παλαμά αντιγράφομεν σήμερον μερικά, με την πεποίθησιν ότι όλοι οι πονεμένοι γονείς θα εντρυφήσουν εις την μελέτην των και θα ζητήσουν να γνωρίσουν τον μεγαλοπρεπή αυτόν τάφον, τον οποίον η πατρική στοργή δημιουργεί διά πρώτην φοράν, εις τον τόπον μας τουλάχιστον, εις εν τόσον δα μικρό παιδάκι».
(Ακολουθούσε παράθεση των παρακάτω στίχων:)
Ο Γεώργιος Σουρής αφιέρωσε έξι στιχάκια στην τελευταία σελίδα του περιοδικού Ο ΡΩΜΗΟΣ, στις 16.05.1898, εξυμνώντας τον ποιητικό οίστρο του τραγικού πατέρα:
πηγή:http://ola-ta-kala.blogspot.gr/2013/02/blog-post_24.html