(μέρος α’ εδώ)

Αλλά κατόπιν αρχίζουμε να νιώθουμε ότι ακριβώς αυτή η παράταση και η μονοτονία μας χρειάζεται αν θέλουμε ν’ αποκτήσουμε εμπειρία από την κρυμμένη, και κατ’ αρχήν απαρατήρητη «επίδραση» της ακολουθίας. Σιγά σιγά αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ή μάλλον να αισθανόμαστε ότι αυτή η θλίψη στην πραγματικότητα είναι «ευθυμία» ότι μια μυστηριώδης μεταμόρφωση πρόκειται να συμβεί μέσα μας. Είναι σαν να φτάνουμε σ’ ένα μέρος όπου οι θόρυβοι και οι αναστατώσεις της ζωής του δρόμου και όλων όσων συνήθως γεμίζουν τις μέρες ακόμα και τις νύχτες μας, δεν έχουν δικαίωμα εισόδου, σ’ ένα μέρος όπου αυτά δεν έχουν καμιά δύναμη.

Όλα όσα μας φαίνονται υπερβολικά σημαντικά ώστε να γεμίζουν το μυαλό μας, όλη αυτή η κατάσταση αγωνίας που μας έγινε ουσιαστικά δεύτερη φύση, εξαφανίζονται και αρχίζουμε να νιώθουμε ελεύθεροι, ανάλαφροι και ευτυχισμένοι. Δεν είναι η θορυβώδης και επιφανειακή ευτυχία που πηγαινοέρχεται είκοσι φορές τη μέρα και είναι πολύ εύθραυστη και φευγαλέα, αλλά είναι η βαθιά ευτυχία που έρχεται όχι από μια συγκεκριμένη και ειδική αιτία αλλά από την ψυχή μας που έχει, σύμφωνα με τα λόγια του Dostoyevsky, «αγγίξει έναν άλλο κόσμο». Και αυτό που άγγιξε είναι καμωμένο από φως, ειρήνη και χαρά, από μια ανέκφραστη εμπιστοσύνη. Καταλαβαίνουμε λοιπόν γιατί οι ακολουθίες πρέπει να έχουν μεγάλη χρονική διάρκεια και να είναι κάπως μονότονες. Καταλαβαίνουμε ότι, απλούστατα, είναι αδύνατο να περάσουμε από μια συνηθισμένη κατάσταση του νου, καμωμένη σχεδόν αποκλειστικά από αναστατώσεις, συνωστισμό και φροντίδες, και να φτάσουμε σ’ αυτή τη νέα κατάσταση χωρίς πρώτα να ηρεμήσουμε και χωρίς να αποκαταστήσουμε μέσα μας ένα βαθμό εσωτερικής σταθερότητας. Να γιατί εκείνοι που βλέπουν τις ακολουθίες της Εκκλησίας μόνο στα πλαίσια των «υποχρεώσεων» και που πάντοτε ρωτούν για το λιγότερο δυνατό («πόσο συχνά πρέπει να πάμε στην Εκκλησία; Κάθε πότε πρέπει να προσευχόμαστε;») δεν μπορούν ποτέ να καταλάβουν την αληθινή φύση της λατρείας, η οποία έχει σκοπό να μας μεταφέρει σ’ ένα διαφορετικό κόσμο

— στον κόσμο της Παρουσίας του Θεού! — Εκεί όμως μας μεταφέρει σιγά σιγά γιατί η πεσμένη μας φύση έχει χάσει την ικανότητα να μπαίνει στον κόσμο αυτό φυσικά.

Έτσι, όσο βιώνουμε αυτή τη μυστηριώδη ελευθερία, όσο γινόμαστε «ανάλαφροι και ειρηνικοί», η μονοτονία και η θλίψη των ακολουθιών αποκτούν μια καινούργια σημασία, μεταμορφώνονται. Μια εσωτερική ομορφιά τις φωτίζει σαν την πρωινή ηλιαχτίδα που, ενώ ακόμα στην κοιλάδα είναι σκοτάδι, στις βουνοκορφές αρχίζει να φωτίζει. Αυτό το «φως» και η κρυφή χαρά έρχονται από τα επαναλαμβανόμενα «αλληλούια»5, από ολόκληρη τη μουσική απόχρωση της λατρείας της Μεγάλης Σαρακοστής. Αυτό που στην αρχή παρουσιάστηκε σαν μονοτονία τώρα αποκαλύπτεται σαν ειρήνη· ό,τι ακουγόταν σαν θλίψη βιώνεται τώρα σαν την εντελώς πρώτη κίνηση της ψυχής να ξαναβρεί το χαμένο βάθος της. Γι’ αυτό και ο πρώτος στίχος του

«αλληλούια» διακηρύττει κάθε πρωί στη διάρκεια της Σαρακοστής: «εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμα μου προς σε, ο Θεός, διότι φως τα προστάγματά σου επί της γης».

«Χαρμολύπη» λοιπόν είναι: η θλίψη για την εξορία μου, για την καταστροφή που έχω κάνει στη ζωή μου· είναι η χαρά για την παρουσία του Θεού και τη συγγνώμη Του, η χαρά για την ξαναγεννημένη επιθυμία για το Θεό, η ειρήνη από την επιστροφή στο σπίτι. Αυτή ακριβώς είναι η ατμόσφαιρα της λατρείας στην περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής. Τέτοια είναι η πρώτη και γενική επίδρασή της στην ψυχή μου.

Από το βιβλίο του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν

«Μεγάλη Σαρακοστή- πορεία προς το Πάσχα»

εκδόσεις Ακρίτας

free imge: unsplash

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.