
– της Ελευθερίας Ξενοδόχου
Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ΄20, όταν σε ένα όμορφο νταρνακοχώρι του νομού Σερρών, το Ν. Σούλι, γεννήθηκαν δυο ευλογημένα παιδιά, ο Χρήστος και η Μαρία κι εκεί έμελλαν να μεγαλώσουν και να ανατραφούν. Ο Χρήστος ήταν δευτερότοκος γιος μιας πολύτεκνης οικογένειας έξι παιδιών και στο παραδοσιακά, χτισμένο διώροφο σπίτι του με τη χαριτωμένη αυλή ζούσαν και ο παππούς με τη γιαγιά του. Εκείνα τα χρόνια επικρατούσε αρκετή φτώχια και τα προς το ζην έβγαινα με δυσκολία ωστόσο η οικογένεια του Χρήστου εργαζόταν σκληρά στα χωράφια με τα καπνά. Ήταν καπνοκαλλιεργητές, φαινόμενο συνηθισμένο σε όλη σχεδόν τη Βόρεια Ελλάδα τότε.
Στο σπιτικό τους διατηρούσαν και στάβλο για τα άλογα που τους βοηθούσαν να σέρνουν το τετράτροχο κάρο τους για να συλλέγουν τον καπνό. Ξυπνούσαν από τα χαράματα το καλοκαίρι για τη συγκομιδή κι ύστερα ακολουθούσε το αρμάθιασμα σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στο ισόγειο της κατοικίας. Μετά το στέγνωμα στο ξηραντήριο, το σαντάλιασμα και η τοποθέτηση των σανταλιών στις αποθήκες για να συνεχιστεί η κοπιαστική διαδικασία και ολόκληρο το χειμώνα με το λεγόμενο παστάλιασμα. Έπειτα η δεματοποίηση και η πώληση στους καπνέμπορους με τη μεσολάβηση των μεσιτών. Για κανένα μήνα ξεκουράζονταν όλοι και ο κύκλος του καπνού ξανάνοιγε στο τέλος του χειμώνα με τη σπορά και τα συναφή με αποκορύφωμα το καλοκαιρινό «σπάσιμο» του καπνού και πάει λέγοντας. Χρόνια ολάκερα στα χωράφια και στους αγρούς τυραννήθηκε η οικογένεια του Χρήστου. Κι αυτός με τα αδέρφια του βοηθούσε το κατά δύναμιν ως παιδί. Ο μόχθος όλων επεκτεινόταν και στην καλλιέργεια σιτηρών, βαμβακιών και καλαμποκιών. Του Χρήστου του άρεσε να εργάζεται περισσότερο στα καλαμπόκια και πολλές φορές ξεχνιόταν μέχρι το βράδυ εκεί. Σε στιγμές ανάπαυλας καθόταν σε μια άκρη του χωραφιού κάτω από ένα γέρικο πλάτανο και τραγουδούσε το αξέχαστο «Μια βοσκοπούλα αγάπησα». Ονειρευόταν να φτιάξει τη δική του φαμίλια μια μέρα αλλά ήταν μικρός ακόμη για τα βάσανα της αγάπης, όπως έλεγε και το τραγούδι. Αλλά προσευχόταν στο Θεό να του στείλει ένα αγνό καλό κορίτσι μια μέρα και πάντα έλπιζε.
Και η γιαγιά του που τον αγαπούσε πολύ και έβλεπε τον κρυφό του πόθο, συχνά του έλεγε για να τον παρηγορήσει: «Χρηστάκο μου, πολύ κουράζεσαι εκεί στα καλαμπόκια. Πότε θα μεγαλώσεις να ξεκουραστεί η καρδιά σου, να γνωρίσεις μια καλή κοπέλα να φτιάξεις το δικό σου σπιτικό, να έχεις τη δική σου σοδειά, το δικό σου κομπόδεμα, το δικό σου κουμάντο. Είσαι τόσο καλό και δουλευτάρικο παιδί κι η Παναγιά μας δεν θα σ΄αφήσει μονάχο. Μόνο να περιμένεις να ωριμάσεις λιγάκι. Κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο, λέει μια παροιμία. Μην βιάζεσαι παλικαράκι μου, όλα θα τα ζήσεις , έχει ο Θεός για όλους, καρδιά μου». Κι ο Χρήστος αναστέναζε βαθειά και της έδινε ένα ζεστό φιλί στο μάγουλο.
Τα χρόνια κυλούσαν ειρηνικά και κοπιαστικά αλλά η δύναμη της ενότητας αυτής της οικογένειας ήταν τόση που ξεπερνούσαν όλα τα εμπόδια και τις δυσκολίες με αισιοδοξία και χαμόγελο. Ώσπου τα χαμόγελα έσβησαν απότομα μια μέρα των χρόνων της Κατοχής του πολέμου που ακολούθησε. Ο Χρήστος ήταν περίπου είκοσι τότε και είχε εξελιχτεί σε ένα μεστωμένο και γεροδεμένο παλικάρι. Εκείνη την αποφράδα μέρα λοιπόν πήγαινε με το μουλάρι στην πόλη των Σερρών να προφτάσει τον πατέρα του που προπορευόταν με το κάρο με τον ίδιο προορισμό για να του δώσει τα παπούτσια της οικογένειας να τα πάει στον τσαγκάρη γιατί τα είχε ξεχάσει. Ξαφνικά σε απόσταση περίπου τριακοσίων μέτρων από το κάρο, ο Χρήστος είδε μπροστά του μια τρομακτική έκρηξη και το κάρο του πατέρα του να διαλύεται στον αέρα κι αυτός να πετάγεται μακριά. Τι είχε γίνει? Το άλογο από το κάρο πάτησε μια κρυμμένη νάρκη και έγινε το μοιραίο γεγονός: Ο πατέρας του είχε σκοτωθεί επιτόπου, μπροστά στα έντρομα μάτια του νεαρού τότε Χρήστου. Το σοκ ήταν τεράστιο και άφησε στην ευαίσθητη ψυχή του ένα βαθύ τραύμα που το κουβαλούσε σε όλη του τη ζωή μέχρι να πεθάνει. Όλος ο κόσμος του είχε γκρεμιστεί αλλά η μάνα του, τα αδέρφια του και οι παππούδες του ήταν εκεί γι΄αυτόν και για όλους μαζί. Χωρίς να το συνειδητοποιήσει σε μια μέρα μετά από εκείνο το φρικτό περιστατικό έγινε άντρας και ο επόμενος πάτερ-φαμίλιας αφού ανέλαβε τα ηνία της οικογένειας στο εξής. Όλα εξαρτιόταν από εκείνον πλέον, ήταν το στήριγμα όλων αλλά βαθειά μέσα του αναζητούσε έντονα το δικό του προσωπικό στήριγμα, τον άνθρωπό του. Η ανάγκη του αυτή ήταν τότε εντονότερη από ποτέ και όλο έλπιζε και προσευχόταν στο Θεό να του στείλει… «μια βοσκοπούλα» που θα του γιάτρευε τις πληγές και θα έβρισκε έτσι τον προορισμό και το σκοπό της ζωής του. Και το θαύμα δεν άργησε να συμβεί…
Και τότε εμφανίστηκε μια αγνή κόρη στη ζωή του πονεμένου Χρήστου σαν άγγελος εξ ουρανού. Ήταν η Μαρία, μια ευλογημένη κοπέλα στην ηλικία του, που επίσης είχε μεγαλώσει στο ίδιο χωριό, στο Ν. Σούλι, που προερχόταν κι αυτή από μια αγροτική πολύτεκνη οικογένεια επτά παιδιών και που ποτέ μέχρι τότε δεν έτυχε να συναντήσει στο διάβα της ζωής του. Η Μαρία εργαζόταν με την οικογένειά της κι αυτή από μικρή στα καπνά αλλά και στα καλαμπόκια. Είχε ανατραφεί με τις παραδοσιακές αξίες και αρχές και είχε εξελιχτεί με τα χρόνια σε μια προικισμένη νοικοκυρά με ένα χαρακτήρα που έλαμπε από καθαρότητα. Όλα έδειχναν και προμήνυαν ότι θα μεταμορφωνόταν σε μια καλή μάνα και οικοδέσποινα, μια καλή και όμορφη κυρά που πάντα πρόσμενε τον κύρη της, να ανοίξει τα φτερά της για το δικό της σπιτικό. Εκεί γύρω στα είκοσι είχε αρχίσει να κουβαλάει νερό από την κεντρική βρύση στην πλατεία του χωριού. Κάθε μέρα έκανε το ίδιο δρομολόγιο και γυρνούσε πάλι στο σπίτι της. Μια πρωινή μέρα έτυχε να είναι κοντά στη βρύση και ο Χρήστος με δυο καλούς του φίλους που παίζανε με κάτι σκυλιά. Τότε είδε τη Μαρία για πρώτη φορά και ήταν και η καθοριστική στιγμή της ζωής του που θα τον σημάδευε για πάντα με τα βέλη του θεού Έρωτα. Έμεινε αποσβολωμένος όταν την αντίκρισε εκεί στη βρύση να συλλέγει νερό. Ήταν μια κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά που ακτινοβολούσε ομορφιά και χάρη. Ήταν σαν τη βοσκοπούλα που πάντα τραγουδούσε και ονειρευόταν να γνωρίσει για να ζήσει μαζί της. Ήταν το ζωντανό θαύμα για το οποίο πάντα προσευχόταν να γίνει. Σε μια στιγμή, την είδε να του χαμογελάει κι άστραψε η πλάση γύρω του κι έπειτα την είδε να αφήνει το μαντίλι της να πέφτει από τα χέρια της και να ξεμακραίνει με τη στάμνα με το νερό.
Ο Χρήστος ταράχτηκε και άρχισε να καρδιοχτυπά. Ήθελε να την ξαναδεί, να της μιλήσει, να τη γνωρίσει γιατί πίστευε ακράδαντα πως στη θέα αυτού του κοριτσιού είχε γνωρίσει την αγάπη προσωποποιημένη, την ελευθερία της καρδιάς εικονοποιημένη. Δεν ήξερε ούτε το όνομά της, ποια είναι, πού μένει αλλά ήξερε ότι ήταν η γυναίκα της ζωής του. Και σε δευτερόλεπτα άρχισε να την ακολουθά χωρίς όμως να τον πάρει είδηση. Ήταν πολύ προσεχτικός στις κινήσεις του γιατί δεν ήθελε να χάσει αυτό το θησαυρό που μόλις του είχε στείλει εξ ουρανού η Παναγιά αλλά ήθελε να τον κερδίσει με όλη του την καρδιά. Και την είδε να φτάνει με βήματα σαν την πέρδικα γοργά μέχρι το σπίτι της που ήταν στην άλλη άκρη του χωριού από το δικό του. Τώρα ήξερε πού έμενε και μετά τι? Είχε κεραυνοβοληθεί από έρωτα η ψυχή του και μια γλυκιά αναμονή και προσμονή του μαύλιζε τα σωθικά. Ήθελε να την ξαναδεί. Και έμεινε μέχρι το απόγευμα εκεί κοντά στο σπίτι της κρυμμένος και την περίμενε να ξαναβγεί.
Και πράγματι ξαναβγήκε αυτή τη φορά με τους γονείς της και τα αδέρφια της, με τα ρούχα της δουλειάς. «Μάλλον θα πάνε στο χωράφι», σκέφτηκε ο καημένος ο Χρήστος που είχε ξεροσταλιάσει έξω στον ήλιο τόση ώρα που περίμενε κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο. Και αποφάσισε και πάλι να τους ακολουθήσει με τα πόδια ενώ αυτοί είχαν ήδη ανέβει στο κάρο. Τα κατάφερε να τρέχει από πίσω τους χωρίς να τον πάρουν είδηση και έφτασαν σε λίγα λεπτά σε ένα χωράφι με καλαμπόκια που ήταν ακριβώς δίπλα στο δικό τους χωράφι. «Θα είναι οι καινούριοι ιδιοκτήτες του χωραφιού, γι΄ αυτό δεν είχα ξανασυναντήσει την κοπέλα εδώ», μονολογούσε ο ερωτοχτυπημένος Χρήστος και τότε αναθάρρησε κάπως και ξανάρχισε η καρδιά του να χτυπά τρελά. «Τώρα ανοίγει ο δρόμος για μένα», είπε στον εαυτό του και χαμογέλασε η καρδιά του. Έβλεπε έτσι ότι αυτό ήταν το γραφτό της μοίρας του, το κορίτσι αυτό ήταν η «βοσκοπούλα» που περίμενε μια ζωή κι αυτός ήταν πλέον ένας ώριμος νέος, έτοιμος να ανοίξει τα φτερά του σε κοινό προορισμό ζωής μαζί της.
Την επόμενη μέρα ο Χρήστος ξαναέστησε καρτέρι στη Μαρία κοντά στη βρύση του χωριού αυτή τη φορά με το άλογό του παρέα. Ξεπέζεψε και την περίμενε. Ήθελε να της δώσει το μαντίλι που την προηγούμενη μέρα είχε αφήσει να πέσει από τα χέρια της. Προτού να αρχίσει να την ακολουθεί μέχρι το σπίτι της, είχε προλάβει να το μαζέψει και να το κρύψει καλά στον κόρφο του. Από εκείνη την ώρα ήξερε ότι κουβαλά επάνω του το φυλαχτό της ζωής του και είχε καταλάβει ότι αυτή η κίνηση της Μαρίας με το μαντίλι ήταν ένα θετικό σημάδι ένδειξης ενδιαφέροντος από μέρους της για εκείνον. Έτσι ξεκίνησε να κυνηγά τη μοίρα του και να που ξεπρόβαλε και πάλι μπροστά του σαν κρίνο ολάνθιστο που μοσχοβολούσε αγάπη. Και τότε πήρε την απόφαση να της το επιστρέψει μόλις την αντικρίσει. «Καλημέρα! Είμαι ο Χρήστος και αυτό-κι έδειξε το μαντίλι της-είναι δικό σου! Πώς σε λένε?» «Καλημέρα! Με λένε Μαρία, σε ευχαριστώ που μου το έφερες αλλά εγώ για σένα το άφησα» κι έσκυψε το κεφάλι με συστολή κοκκινίζοντας από ντροπή. «Είναι δικό σου, στο χαρίζω με όλη μου την καρδιά!» Και τότε κοιτάχτηκαν στα μάτια και λαμποκόπησαν τα πανέμορφα πρόσωπά τους. «Σε ευχαριστώ, Μαρία! Το ξέρεις ότι είσαι ολόιδια η Παναγιά?», είπε ο Χρήστος θαμπωμένος. « Και συ είσαι όμορφος και γεροδεμένος σαν τον Αϊ-Γιώργη τον καβαλάρη, τον προστάτη του χωριού μας!», του είπε θαρρετά η Μαρία. «Ξέρεις, Μαρία, μπορώ να γίνω και δικός σου προστάτης, όπως ο Ιωσήφ με την Παναγία, μπορώ να γίνω ο Αϊ-Γιώργης σου και συ η βασιλοπούλα μου, όπως λέει το σχετικό θαύμα. Θέλεις να με βοηθήσεις? Εγώ έχω καλό σκοπό για σένα, αν το θες κι εσύ, θα έρθω να σε ζητήσω από τους δικούς σου. Θέλω να σε παντρευτώ, να κάνουμε μαζί τη δική μας οικογένεια, να στήσουμε το δικό μας σπιτικό. Τι λες?» , αναφώνησε με συγκίνηση ο λαβωμένος Χρήστος.
Και τότε η Μαρία άπλωσε το χέρι της στο δικό του και του είπε εξίσου συγκινημένη με αυτόν: «Καλέ μου Χρήστο, πάντα προσευχόμουν και ονειρευόμουν να μου στείλει ο Θεός ένα παλικάρι που να μοιάζει σε σένα, να χει τη θωριά σου τη λεβέντικη, την αύρα σου την αγαπημένη, τη ματιά σου την καθάρια, να φτιάξω κι εγώ τη δική μου φαμίλια, να γίνω μάνα για να αναθρέψω βλαστάρια ευλογημένα με τη βοήθεια ενός αληθινού προστάτη… σαν κι εσένα. Η καρδιά μου ξεχειλίζει από έρωτα για σένα. Ναι, δέχομαι να σε παντρευτώ με την ψυχή μου! Έλα να με ζητήσεις!», αποκρίθηκε η Μαρία και του ΄σκασε το πιο γλυκό χαμόγελο. «Σαν να φέγγει ο ουρανός με τον ήλιο, το φεγγάρι κι όλα τα αστέρια του. Λάμπει ολόκληρος ο κόσμος τώρα, λάμπεις κι εσύ Μαρία μου σαν τα κρύα γάργαρα νερά… Λάμπει και η δική μου η ψυχή για την απόκρισή σου. Όλος ο κόσμος μου είσαι εσύ, περιστέρα μου. Θα γίνουμε ταιράκι ταιριαστό τα δυο μας. Σήμερα άνοιξαν οι κρουνοί του ουρανού και σκόρπισαν την ευλογία και τη χάρη τους σε σένα και μένα. Ο Θεός είναι μαζί μας στον καλό σκοπό που θέσαμε για το ταξίδι της ζωής μας. Θα σαλπάρουμε μαζί και για όλες τις φουρτούνες που θα συναντήσουμε στη θάλασσα που απλώνεται μπροστά μας, θα έχουμε άλμπουρο την αγνή αγάπη μας και βοηθό μας τον Αϊ-Γιώργη. Στο εκκλησάκι του θα αλλάξουμε στεφάνια. Σε μια βδομάδα θα γίνει ο γάμος μας κι αύριο θα ΄ρθω να σε ζητήσω!», είπε ο Χρήστος με λόγια που έσταζαν μέλι για εκείνη.
«Αγαπημένε μου Χρήστο, τι χαρά μου δίνεις! Θα γίνω η κυρά της ζωής σου κι ορκίζομαι πως θα σε αγαπώ με αιώνια αγάπη και σε αυτή και στην άλλη ζωή. Μαζί θα αγωνιστούμε να κερδίσουμε τον παράδεισο και τη βασιλεία του Θεού και θα ζήσουμε παραδεισένια με την αγάπη μας σαν τιμημένο λάβαρο και σε αυτή τη ζωή. Κι ο Θεός θα μας ευλογήσει με πολλούς παιδικούς καρπούς, το νιώθω βαθιά μέσα μου. Σε περιμένω, πάντα θα σε περιμένω άλλωστε… είμαι δική σου από την πρώτη στιγμή που σε αντίκρισα», αποκρίθηκε η Μαρία με σεμνότητα και γενναιότητα μαζί. Κι έτσι δόθηκε η πρώτη υπόσχεση, ο πρώτος αρραβώνας και άρχισε η γλυκιά αναμονή της πραγματοποίησης του κοινού ονείρου… του γάμου του Χρήστου και της Μαρίας.
Την επόμενη μέρα, αφού όλα είχαν κανονιστεί, ορίστηκε η καθορισμένη ώρα της επίσκεψης της οικογένειας του Χρήστου στο σπίτι της Μαρίας και έγιναν οι απαραίτητες ετοιμασίες κι από τις δύο πλευρές. Ο Χρήστος ετοιμαζόταν δυο ώρες, ήθελε να είναι άψογος σε όλα του αλλά και η Μαρία στολίστηκε σαν αληθινή βασιλοπούλα που περίμενε τον Αϊ-Γιώργη της. Κι έφτασε η μεγάλη ώρα της συνάντησης. Στην αρχή υπήρχε μια σχετική αμηχανία και από τις δύο οικογένειες αλλά ο Χρήστος τολμηρός όπως ήταν πήρε αμέσως το λόγο: « Καλοί μου άνθρωποι, γνωρίζετε το σκοπό της επισκέψεώς μας. Αν ζούσε ο πατέρας μου που δυστυχώς τον έχασα τόσο άδικα, θα μιλούσε αυτός αντί για μένα αλλά τώρα εκπροσωπώ εγώ ο ίδιος τη φαμίλια μου και σας ζητώ επίσημα το χέρι της αγαπημένης μου Μαρίας. Θέλω να την παντρευτώ για να ζήσουμε μαζί και να φτιάξουμε τη δική μας οικογένεια.»
Τότε πήρε το λόγο ο πατέρας της και του είπε με ειλικρίνεια: «Αγαπητό μου παιδί, είμαι ευγνώμων στο Θεό και σε σένα για το ευχάριστο γεγονός που ζούμε όλοι τώρα. Βεβαίως σας δίνω την ευχή μου και με το καλό να γίνει ο γάμος αλλά όχι τόσο σύντομα. Πρέπει να παντρέψουμε πρώτα τη θεία της Μαρίας που ζει μαζί μας και είναι μεγαλύτερή της. Έτσι είναι το σωστό κι έτσι πρέπει να γίνει. Γι΄ αυτό παιδί μου Χρήστο πρέπει να περιμένεις κανένα χρόνο ακόμα μέχρι να βρεθεί σύζυγος για την Ελενίτσα πρώτα.»
Ο Χρήστος έμεινε για λίγο σκεφτικός, κατέβασε το κεφάλι του και ζήτησε να δει τη Μαρία για λίγο ιδιαιτέρως έξω στο στενό λουλουδιασμένο μπαλκονάκι. «Μαρία, της είπε, δεν μπορώ να περιμένω τόσο πολύ, είναι άδικο αυτό για μας. Είμαι αποφασισμένος! Θα έρθω να σε κλέψω και θα πάμε να παντρευτούμε κρυφά, μόνοι μας. Την ευχή άλλωστε την πήραμε, έχουμε την οικογενειακή ευλογία αλλά όπου ο άνθρωπος δυσκολεύεται, ζητά και τη βοήθεια του Θεού. Κι εγώ έκανα τάμα στον Αϊ-Γιώργη να γίνει ο γάμος σε μια βδομάδα. Όπως σου υποσχέθηκα! Αύριο το απόγευμα σε περιμένω νωρίτερα στο χωράφι με τα καλαμπόκια. Θα είμαι εκεί και θα σε περιμένω με το άλογό μου. Θα σε πάρω μαζί μου στο πατρικό μου, εκεί θα μείνεις ασφαλής με τους δικούς μου μέχρι να πειστεί ο πατέρας σου να σε αφήσει να γίνει ο γάμος σε μια βδομάδα, όπως το είπαμε. Μη φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά, θα δεις… Ο έχων πίστη πάντα νικά και η αγάπη μας θα νικήσει στο τέλος».
Η Μαρία μόλις άκουσε αυτά τα λόγια αναθάρρησε και με ένα βλέμμα γεμάτο ελπίδα και χαρά, τον φίλησε γρήγορα στο μάγουλο και του έγνεψε καταφατικά. Όλα έγιναν όπως τα είχαν σχεδιάσει και τίποτα δεν στάθηκε εμπόδιο στις προθέσεις τους. Όταν μαθεύτηκαν τα μαντάτα από τους γονείς της Μαρίας, προκλήθηκε μια μικρή αναστάτωση βέβαια αλλά γρήγορα ο πατέρας της, σαν καλοκάγαθος και καλοπροαίρετος που ήταν, άλλαξε γρήγορα τη γνώμη του και κατάλαβε ότι άλλο ήταν το θέλημα του Θεού αλλά και του Αϊ-Γιώργη. Κανένας δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στην αγάπη και στον έρωτα κι έτσι η τολμηρή κίνηση της κλεψιάς για εκείνη την εποχή, απέδωσε γόνιμους και ωφέλιμους καρπούς γιατί είχε αγνά και ευλογημένα κίνητρα.
Ο γάμος έγινε με απλότητα και ομορφιά την επόμενη Κυριακή στο εκκλησάκι του Αγίου και η ωριμότητα των δυο νέων ερωτευμένων έδινε τη φερεγγυότητα ότι το κοινό ταξίδι που μόλις άρχιζε, θα ήταν γεμάτο ευτυχία και χαρά. Πραγματικά όλα κύλησαν όμορφα τα υπόλοιπα χρόνια. Το ζευγάρι απέκτησε τέσσερα παιδιά και πολλά εγγόνια και δισέγγονα και με την αγάπη πέτρα γερή, έχτισε την πολιτεία του επίγειου παραδείσου που τους χάρισε το κλειδί για να ανοίξουν την πόρτα της αιώνιας ζωής. Με διαφορά τριών χρόνων, σε βαθειά γηρατειά, ο Χρήστος και η Μαρία, θάφτηκαν πλάι πλάι στο κοιμητήριο, ατενίζοντας την Ανατολή του Ηλίου της Δικαιοσύνης, προσδοκώντας την κοινή Ανάσταση. Ήταν μια ζωή γεμάτη αγάπη και η αγάπη τους θα ζει αιώνια…
(Βασισμένο στην αληθινή ιστορία του παππού και της γιαγιάς μου, Χρήστου και Μαρίας Γκιουζέλη από το Ν. Σούλι Σερρών)
.
Ευχαριστούμε πολύ την Ελευθερία Ξενοδόχου για την αποστολή του διηγήματος.
Ιστολόγιο «Οικογένεια- μια γωνιά του Παραδείσου»
free image from unsplash