http://averoph.files.wordpress.com/2014/04/ceb5cf84cf83ceb9-ceb7cf84ceb1cebdceb5.jpg?w=529&h=303

– Παππού, σήκου, παππούλη! Σήμερα εἶναι μέρα ‘πίσημη! Τί φυλᾶς τὸ στρῶμα καὶ βογκᾶς! ῞Ολο βογκᾶς, κι ὅλο μαλώνεις… σώνει πιά!῎Εβγα νὰ ἰδῆς! ῎Ελα ν’ ἀλλάξης καὶ νὰ βγῆς στὴν ἀγορά. Ὁ κόσμος ἔχει πανηγύρι σήμερα Σάββατο Λαζάρου!
Τὸ μαθητούδι ζωηρό, καθὼς μπῆκε στὸ σπίτι, ἔφυγε κιόλα. Τὸ ‘ξερε ὁ παπποὺς πὼς ἦταν ἡ τρανὴ Παραμονή, τῆς ῎Εξοδος ἡ μέρα.῞Αχ, τέτοια μέρα δὲ θὰ ξαναρθῆ – μήτε ὁ Θεὸς νὰ δώση!Τό ᾽ξερε ὁ παππούς, κι αὐτὸ ἀπὸ μέρες κι ἀπὸ νύχτες συλλογιότανε.῾Ο πονεμένος νοῦς του σερνότανε τριγύρω στὴ μεγάλη Θύμηση. Καὶ τὴν περίμενε τὴ μέρα αὐτή, σὰ νά ᾽τανε νὰ ᾽ρχόταν ἄλλη μιὰ φορά,πρώτη φορὰ – τοῦ κάκου.

Μὰ τοῦ μικροῦ τ’ ἀγγόνου οἱ χαρωπὲς φωνὲς τοῦ ξάφνισαν τὸ νοῦ.Κι ἐκεῖ, νά πάλι τὸ τρελόπαιδο μπροστά του. Ἄφησε τὶς τρεχάλες γιὰ νὰ ξαναρθῆ καὶ νὰ τοῦ γίνη πειρασμὸς καὶ πάλι.
– Ἀκόμα κάθεσαι, παππούλη; Λεχώνα θὰ μοῦ γίνης αὐτοῦ πέρα;
– Καλά, καλά, μωρὲ παιδί, μὴ μὲ μαλώνης τόσο· γέρος εἶμαι, δὲν μπορῶ νὰ σηκωθῶ. ᾽Εδῶ ἄσε με νὰ σήπωμαι…
– Τί εἶπες; Δὲν, ἀκοῦς! Περνάει ἡ ῎Εξοδο!
Αὐτὸς ὁ λόγος χτύπησε τὸ γέρο ἀλλόκοτα. Τῆς λιτανείας ἡ βοή,ποὺ ἔφτανε ἀπ’ τὸν ἄλλο δρόμο, κρυφὴ τρεμούλα τοῦ ᾽χυσε στὰ σωτικά· ὁ νοῦς του σάλεψε ἄξαφνα.
– ῎Εφτασα! Τ’ ἄρματά μου!
᾽Ορθὸς τινάχτηκε σὰν παλικάρι. ᾽Ανάλλαγος, ἀνάμαλλος ζωστηκε τὸ σπαθί. Καὶ βγῆκε.Τὰ μάτια ἀγριωπὰ στυλώνει γύρω του. Κάτι σὰ νὰ ζητῆ. Τὸ κανόνι καὶ τὸ ντουφέκι γεμίζει ὅλη τὴ χώρα μ’ ἀμέτρητη βοή.Κόσμος πολὺς στὴν ἀγορά. ῞Ολοι ντυμένοι τὰ καλά τους. ῞Ολοι τ’ ἄρματα κρατοῦν καὶ ρίχνουν!
Ὁ λαὸς παίζει μὲ τὴ φαντασιά του τὸ παιγνίδι αὐτὸ στὸ χρόνο μιὰ φορά. Θέλεὶ νὰ ζωντανέψη πάλι τὴ μεγάλη εἴκόνα, ἔτσι γιὰ νὰ ἰδῆ πῶς ἤτανε – κι ὁ γέρος πάει νὰ τὸ πιστέψη.Βρίσκεται μὲ τ’ ἀγγόνι στῆς λιτᾳνείας τὴν οὐρὰ κὶ ἀκολουθοῦνε.
Τέλος, στοὺς τάφους ἔφτασαν. ᾽Εκεῖ χιλιάδες μαζωμένοι στέκονται κι ἀκοῦν ἕναν ποὺ βγάνει λόγο· μὰ ὁ λόγος εἶν’ ἀτέλειωτος. Ὁ γέρος ἀκούει, καὶ δὲν καταλαβαίνει. ᾽Ακούει καὶ καρτερεῖ· σὰν κάτι φαίνεται νὰ καρτερῆ…
– ᾽Ορέ, δὲν ἦταν ἔτσι! κράζει μὲ δυνατὴ φωνή.
῎Αφησε στὴ μέση τὴ γιορτὴ καὶ πῆρε τὸ δρόμο πίσω γιὰ τὸ σπίτι. Θυμωμένος φαίνεται. Βογκάει, στ’ ἀγγόνι δὲ μιλεῖ. Ἄξαφνα σταματάει. ᾽Εκεῖ κοντά του κάποιος τραγουδεῖ. Ἕνας τυφλὸς χωριάτης διακονιάρης, στρωμένος καταγῆς παίζει τὴ λύρα του καὶ τραγουδεῖ.Λέει τὸ τραγούδι τὸ θλιμμένο, τὸ μοιρολόγι τοῦ Μεσολογγιοῦ.
᾽Ορθὸς ὁ γέρος, ἄσειστος ἀκούει. Βρύση πᾶνε τὰ μάτια του. Κλαίει ῆσυχα, καὶ δὲ μιλεῖ. Τέλος κόπηκε τὸ τραγούδι.
– Νά, ὀρέ, ἕτσι ἤτανε!
Αὐτὸ εἶπε μονάχα. Καὶ γύρισε στὸ σπίτι του καὶ στὸν καημό του.

Γιάννης Βλαχογιάννης
« Μεγάλα Χρόνια »

ΠΗΓΗ: Νεοελληνικά Αναγνώσματα Β’ Λυκείου (1967)

από το Αβέρωφ

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.